νυφοστόλι

νυφοστόλι
το
1. στολισμός της νύφης, νυφοστόλισμα.
2. τα νυφικά ρούχα.
3. τοίχος δωματίου στολισμένος, όπου στέκονται ο γαμπρός και η νύφη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νυφοστόλι — το (Μ νυμφοστόλι) νεοελλ. 1. στολισμός τής νύφης ως μέρος τής προετοιμασίας για την τελετή τού γάμου 2. η ενδυμασία και τα στολίδια τής νύφης στο σύνολο τους 3. ο στολισμένος τοίχος τής αίθουσας κοντά στον οποίο στέκονται κατά την τελετή τού… …   Dictionary of Greek

  • νυμφοστόλι — νυμφοστόλι, τὸ (Μ) βλ. νυφοστόλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”